- τείνω
- ΝΜΑ1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.)2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ.δ. «χεῑρας ἔτεινεν ἀμήχανος», Απολλ. Ρόδ.)3. (αμτβ.) αποβλέπω, αποσκοπώ (α. «η ενέργειά του τείνει προς συμφιλίωση» β. «εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν», Ευρ.)4. μέσ. τείνομαιοδηγούμαι σε ένταση, σε εγρήγορση (α. «τεταμένη προσοχή» β. «ὁ πόνος συνεχὴς τέταται διὰ πάσης ὥρας ἔτους», Λιβάν.)νεοελλ.1. (αμτβ.) έχω τάση, ρέπω, κλίνω (α. «ο καιρός τείνει προς βελτίωση» β. «τείνει προς την ακολασία»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταμένος, -η, -οαυτός που μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση (α. «τεταμένες σχέσεις» β. «τεταμένη κατάσταση»)μσν.-αρχ.απλώνω, ξαπλώνω («ώ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.)αρχ.1. απλώνω κατά μήκος, παρατείνω, επιμηκύνω χρονικά (α. «εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος», Ομ. Ιλ.β. «ἀεὶ τείνεις βίον», Ευρ.γ. «μακροὺς τείνω λόγους», Ευρ.)2. (για προσ.) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια («ἀμφ' ἀρεταῑς τέταμαι», Πίνδ.)3. διαχέω (α. «ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῑσι», Ομ. Οδ.β. «διὰ παντὸς οὐρανοῡ καὶ γῆς τεταμένον φῶς», Πλάτ.)4. γραμμ. εκτείνω συλλαβή5. (σχετικά με τον λόγο) απευθύνω («εἰς σὲ τείνεται γλῶσσα», Πλάτ.)6. (ιδίως σχετικά με βέλη) κατευθύνω προς κάποιο σημείο, σκοπεύω7. εκτείνω κατά μήκος, αραδιάζω («ζυγὰ ἐπιπολῆς τείνουσιν», Ηρόδ.)8. (ενεργ. και παθ.) (κυριολ. και μτφ.) φθάνω ώς κάποιο σημείο (α. «τὰ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντα τείχη», Ξεν.β. «ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον», Ηρόδ.γ. «ὅσα διὰ τοῡ σώματος παθήματα ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει», Πλάτ.)9. (για ένδυμα) πέφτω προς τα κάτω («στολίδες ὑπὸ σφυροῑσι τείνουσιν», Ευρ.)10. (για χρόνο) παρατείνομαι («ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον τρομέονται», Αισχύλ.)11. σπεύδω να φθάσω κάπου, πηγαίνω γρήγορα («οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας», Ευρ.)12. είμαι παρεμφερής προς κάποιον ή προς κάτι, μοιάζω («σύ δέ μοι δοκεῑς πρὸς τὸν Σκείρωνα μᾱλλον τείνειν», Πλάτ.)13. παθ. α) είμαι πεσμένος, ξαπλωμένος με ανοιχτά τα μέληβ) κρέμομαι («φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο», Ομ. Ιλ.)14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μακρύς, επιμήκης15. φρ. α) «τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη» — η σύγκρουση ήταν πολύ σφοδρή (Ομ. Ιλ.)β) «τάθη δρόμος» και «τέτατο δρόμος» — η επιτάχυνση ήταν η μεγαλύτερη δυνατή (Ομ. Ιλ.)γ) «τείνω βοήν» ή «βοᾱτιν αὐδάν» — υψώνω τον τόνο τής φωνής (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείνω (< *τέν-jω, με αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ten- «εκτείνω, τεντώνω, σύρω, τραβώ» και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. αθέματο αόρ. a-tan και με το λατ. ten-do (με οδοντική παρέκταση -d-). Στο κέντρο τού συστήματος τής Ελληνικής πρέπει να τοποθετηθεί ο αόρ. ἔτειν-α (< *ἔ-τεν-σα, με αντέκταση πιθ. < IE *e-tens-m). Ο μέσος παρακμ. τού ρ. τέτα-μαι έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ta-tn-e), ενώ ο ενεργ. παρακμ. τέτα-κα, αντί τού αναμενόμενου *τέ-τον-α (πρβλ. αρχ. ινδ. tatāna, λατ. tetinit), έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τον μέσο παρακμ. τέταμαι. Ο παθ. αόρ. ἐ-τάθην, ο μέλλ. τενῶ καθώς και ο ενεστ. τείνω είναι μτγν. σχηματισμοί αποκλειστικά τής Ελληνικής. Αρχαιότερος ενεστ. τού συστήματος είναι ο ενεστ. τά-νυ-μαι βλ. λ., ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον τ. τείνω. Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τεν- ανάγονται το ουσ. τέν-ων, -οντος (με οδοντική παρέκταση, πρβλ. IE *e-ten-t) και τα σύνθ. σε -τενής (πιθ. < αμάρτυρο ουδ. *τένος), με σιγμόληκτο θέμα (πρβλ. βυρσο-τενής, ευθυ-τενής, σχοινο-τενής), που αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. tenus, -oris «τεντωμένο σχοινί» και με το αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τον- ανάγονται τα ουσ. τόνος και τονή (μτγν. σχηματισμός τής Ελληνικής). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας εκτός από τον αρχ. ενεστ. τάνυμαι* και τον τι-ταίνω* (< *τι-τάν-jω), ανάγονται το επίθ. ταναός*, το ρηματ. ουσ. τάσις (πρβλ. αρχ. ινδ. tati-), το ρηματ. επίθ. τατός (πρβλ. αρχ. ινδ. tata-, λατ. tentus) και το επίθ. τετανός* (με διπλασιασμό), από όπου το ουσ. τέτανος. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα, τέλος, τής ρίζας μπορούν να αναχθούν και πολλά σύνθ. με α' συνθετικό τανυ- (πρβλ. τανύ-γλωσσος, τανύ-σφυρος, τανυ-ήκης), τα οποία θα προϋπέθεταν αμάρτυρο επίθ. *τανύς «μακρύς, λεπτός, ψηλός» (πρβλ. αρχ. ινδ. tanu-, λατ. tenuis, αρχ. άνω γερμ. dunni), ενώ, κατ' άλλους, τα σύνθ. αυτά ἔχoυv σχηματιστεί από το θ. τανυ- τού ενεστ. τάνυμαι*.ΠΑΡ. τάση, τένων, τόνοςαρχ.τονή, τατός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ανατείνω, αντιπροτείνω, αντιτείνω, αποτείνω, διατείνω, εκτείνω, εντείνω, επεκτείνω, επιτείνω, κατατείνω, παρατείνω, παρεκτείνω, προεκτείνω, προτείνω, συντείνω, υπερτείνωαρχ.περιτείνω, υποτείνω].
Dictionary of Greek. 2013.